δυνατά

δυνατά
επίρρ.
1) сильно; крепко; твёрдо; 2) громко

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "δυνατά" в других словарях:

  • δυνάτα — δυνάτᾱ , δυνάτης masc nom/voc/acc dual δυνάτης masc voc sg δυνάτᾱ , δυνάτης masc gen sg (doric aeolic) δυνάτης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατά — δυνατός strong neut nom/voc/acc pl δυνατά̱ , δυνατός strong fem nom/voc/acc dual δυνατά̱ , δυνατός strong fem nom/voc sg (doric aeolic) δυνατός strong neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατά — επίρρ. βλ. δυνατός …   Dictionary of Greek

  • δυνάτ' — δυνάτα , δυνάτης masc voc sg δυνάτα , δυνάτης masc nom sg (epic) δυνάται , δυνάτης masc nom/voc pl δυνάτᾱͅ , δυνάτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατάν — δυνατά̱ν , δυνατός strong fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατάς — δυνατά̱ς , δυνατός strong fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και …   Dictionary of Greek

  • Dinatá — Saltar a navegación, búsqueda «Δυνατά» Canción de Elefthería Arvanitáki Álbum Mένω εκτός Publicación 1991 …   Wikipedia Español

  • Elefthería Arvanitáki — Saltar a navegación, búsqueda Elefthería Arvanitáki Información personal Nombre real Ελευθερία Αρβανιτάκη Nacimiento 16 de octubre de 1958 …   Wikipedia Español

  • οξυβόας — ο (Α ὀξυβόας και ὀξυβόης) νεοελλ. μουσ. ο οξύαυλος, το όμποε αρχ. ως επίθ. α) (για πτηνό) αυτός που κρώζει δυνατά, που εκβάλλει κρωγμούς β) (για κουνούπι) αυτός που βομβεί δυνατά γ) (για πρόσ.) αυτός που φωνάζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βόας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»